Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Σεπ 8, 2014

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ὁ χῶρος – ἡ ἱστορία τῆς Μονῆς

Ἀπό τήν κεντρική ὁδική ἀρτηρία πού ἑνώνει τή Χώρα μέ τό Σιδάρι, βορειοδυτικά τοῦ Νησιοῦ, καί μετά τά γραφικά χωριά Ἀγρός καί Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ δρόμος κατηφορίζει δεξιά καί ἀνεβαίνει ἐλαφρά ὁδηγώντας στήν εἴσοδο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ.

«Τό βλέπω τό Μοναστήρι σας· εἶναι μέσα σέ ἐλαιώνα. Σᾶς βρίσκει τό ἀγιάζι τῆς θάλασσας. Ὁ τόπος εὐωδιάζει. Ἔχετε βράχους στήν περιοχή. Ἐκεῖ ἔζησαν παλαιά ἁγιασμένοι ἀσκητές». Μ᾿ αὐτά τά λόγια ἐκφράστηκε κάποτε γιά τό Μοναστήρι ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος, πού ποτέ δέν εἶχε ἐπισκεφθεῖ τό Νησί, ἀλλά εἶχε τό χάρισμα νά βλέπει μέ πνευματικό τρόπο τά μακρινά καί ἀθέατα.

Ἕνας μικρός βραχόλοφος εἶναι πράγματι ὁ τόπος πού φιλοξενεῖ τά οἰκοδομήματα. Στήν εὐρύτερη περιοχή ὀρθώνονται μεγάλοι βράχοι. Παντοῦ κυριαρχεῖ τό σταχτοπράσινο χρῶμα τῆς ἐλιᾶς πού τό διανθίζει τό σκοῦρο πράσινο τοῦ κυπαρισσιοῦ. Νοτιοανατολικά ὁ λοφίσκος καταλήγει σέ ρεματιά κι ἀπέναντι ἁπλώνεται χαμηλή ὀροσειρά. Ἀνατολικά τό Δροσάτο μέ τόν Ἅϊ-Νικόλα του. Στό βάθος ὁ Παντοκράτωρ, τό ψηλότερο βουνό τοῦ νησιοῦ μέ τήν παλαίφατη ὁμώνυμη ἀνδρώα Μονή. Βόρεια, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, γραφικά χωριά λιάζονται στίς καταπράσινες βουνοπλαγιές. Λίγο ἀριστερότερα ἡ θάλασσα τοῦ Σιδαριοῦ κι ἀντίπερα ἡ Βόρειος Ἤπειρος. Δυτικά οἱ πανύψηλες ἐλιές κλείνουν τή θέα πρός τό δημόσιο δρόμο καί ἐξασφαλίζουν τήν ἡσυχία ἀπό τήν κίνηση τῶν αὐτοκινήτων. Παντοῦ ξεχύνεται ἠρεμία καί εὐλογία.

Εἶναι ἄγνωστο ὥς τώρα πότε ἀκριβῶς χτίστηκε ὁ πρῶτος Ἱ. Ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ. Πάντως πρίν ἀπό τό 1634, χρόνος πού σημειώνεται σέ ἔγγραφο – μισθωτήριο κτημάτων τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὁ Ναός καί τό «ἔχειν» του κυβερνιόταν ἀπό ἀδελφάτο. Αὐτό κατά καιρούς ἐμπιστευόταν τή Μονή σέ ἱερομόναχο μέ εἰδική συμφωνία. Γύρω στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. μέ αἴτηση τοῦ ἱερομονάχου Ἱλαρίωνος Καρδακάρη οἱ μοναχοί γίνονται δύο. Πρόκειται πιά γιά ἕνα μικρό σέ ἔκταση καί ἀριθμό μοναχῶν ἀνδρικό Μοναστήρι πού εἶχε τήν ἀγάπη ὅλων τῶν περιχώρων. Εἶναι ἄγνωστοι οἱ ἀρχικοί κτίτορές του.

Ἀπό ἐλάχιστα ἐρείπια παλαιῶν κτισμάτων φαίνεται ὅτι ἡ ἀρχική θέση τῆς Μονῆς ἦταν στό ἀνατολικό τμῆμα καί πίσω ἀπό τόν βραχώδη λοφίσκο πού φιλοξενεῖ τά σημερινά κτίσματα τῶν κελλιῶν καί τό καθολικό. Σέ κτηματολόγιο τοῦ 1886 ἀναφέρεται ὅτι τό κτίριο τῶν κελλιῶν λειτούργησε γιά μερικά χρόνια (1872-1886) ὡς σχολεῖο τῆς περιοχῆς. Πίσω ἀπό αὐτό τό οἰκοδόμημα πιθανόν ἦταν κτισμένος ὁ παλαιότερος Ἱ. Ναός καί νοτιότερα τό λιοτρίβι πού ἦταν σέ λειτουργία ὥς τό 1950 περίπου. Μετά χρησιμοποιήθηκε ὡς σταῦλος.

Ὀνόματα ἱερομονάχων κυρίως πού ἀσκήθηκαν ἐδῶ παλαιότερα βρέθηκαν σέ ἔγγραφα τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Κερκύρας καί εἶναι καταχωρημένα στά δίπτυχα τῆς Ἱ. Μονῆς εἰς μνημόσυνον αἰώνιον. Τοῦ 19ου καί 20ου αἰῶνος γνωστοί εἶναι οἱ: π. Δωρόθεος, «κατά κόσμον Πιεροτάσης ἀπό τήν χώραν τῶν Κορυφῶν» (1803), π. Νικόδημος Χαλικιάς, π. Συμεών Ρούσσινος, π. Ἱλαρίων Καρδακάρης, π. Δωρόθεος Κορακιανίτης, π. Ἀμβρόσιος Κουτσούκης καί π. Δαμιανός Μουζακίτης, ὅλοι πνευματικοί καί ἐφημέριοι σέ γειτονικά χωριά καί τά Διαπόντια Νησιά.

Στά 1834-35 χτίστηκε ὁ Ἱ. Ναός πού ἀποτελεῖ καί σήμερα τό καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς. Στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα (1902) χτίστηκε τό οἴκημα δυτικά τοῦ Ἱ. Ναοῦ, διαμορφώθηκε ἡ αὐλή, ἐπισκευάστηκε ὁ Ἱ. Ναός, στο­λί­στη­κε μέ τό ὡραιότατο σκαλιστό γύψινο τέμπλο (1911), ἔργο τοῦ Δημ. Πρέπη. Οἱ εἰκόνες τοῦ τέμπλου ἁγιογραφήθηκαν (1912-14) ἀπό τό ζωγράφο – προσωπογράφο Στέφανο Τριβόλη. Ἔγινε ὁ γυναικωνίτης (1923) καί τό δάπεδο μέ φροντίδα τῶν ἱερομονάχων Συμεών καί Ἱλαρίωνος. Ἐπισκευάστηκαν παλαιά στασίδια καί προστέθηκαν καινούργια.

Ἐπί τῆς ἡγουμενίας τοῦ τελευταίου ἱερομονάχου Δαμιανοῦ Μουζακίτη (1955-1975) στήθηκε τό καμπαναριό στήν εἴσοδο καί μεγάλωσε τό κτίσμα δυτικά τοῦ Ναοῦ.

Μετά μικρή παραμονή ἐδῶ τῆς συνοδείας τοῦ π. Νικοδήμου Μπανταλούκα φτάνουμε στόν Ἰούλιο τοῦ 1978, ὁπότε τό Μοναστήρι μετατράπηκε σέ γυναικεῖο, ἀφοῦ ἀποσπάστηκε ἀπό τήν Ἱ. Μονή Παναγίας Παλαιοκαστριτίσσης, τῆς ὁποίας ἦταν Μετόχι ἀπό τό 1881 καί ἐγκαταστάθηκαν ἐδῶ οἱ τρεῖς πρῶτες ἀδελφές μέ φροντίδα καί πνευματική εὐθύνη τοῦ τότε Μητροπολίτου Κερκύρας καί ἱδρυτοῦ τῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος κυροῦ Πολυκάρπου Βαγενᾶ. Ἡ Ἀδελφότης, πού ἀπό τή σύστασή της ποιμαίνει ἡ Γ. Εὐφημία Κόκκοβα, εὐγνώμων γιά τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι προσφορά του, ἐξέδωσε μετά τό θάνατό του σέ τρεῖς τόμους ραδιοφωνικές ὁμιλίες πρός τό ποίμνιό του. Εὐγνωμο­σύ­νη ὀφείλει ἐπίσης ἡ Ἀδελφότης στόν ἀείμνηστο καί θεοφόρο π. Παΐσιο τόν ἁγιορείτη πού συμπαραστάθηκε πνευματικά στό Μοναστήρι κατά τά πρῶτα χρόνια καί στήριξε τή νεοπαγή κοινότητα ὅσο ζοῦσε.

Ἔκτοτε καί καθώς αὐξανόταν ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν ἐπισκευάστη­καν τά παλαιά κτίσματα – ὁ σημερινός μικρός ξενώνας δυτικά τοῦ Ἱ. Ναοῦ καί τό παλαιό λιοτρίβι (1985) – καί χτίστηκαν νέα οἰκοδομήματα γιά νά καλύψουν τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν καί τῶν προσκυνητῶν. Στή νότια πτέρυγα τοῦ οἰκήματος τῶν κελλιῶν βρίσκεται καί τό σταυρό­σχημο μέ τροῦλο παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Ριζική ἀνακαίνιση ἔγινε στόν Ἱ. Ναό, ὥστε νά συντηρηθεῖ ἀλλά καί νά γίνει καταλληλό­τερος γιά τή θεία λατρεία, δεδομένου ὅτι ἀποτελεῖ τό ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς τῆς μοναστικῆς Ἀδελφότητος. Ἔτσι διακοσμήθηκε μέ εἰκόνες βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, ἔργα τοῦ ἁγιογραφικοῦ ἐργαστηρίου τῆς Ἱ. Μονῆς, ἡ κόγχη τοῦ Ἱ. Βήματος, ἡ Ἱ. Πρόθεση, τό Τέμπλο, ἡ Οὐρανία καί οἱ τοῖχοι τοῦ κυρίως Ναοῦ, ὁ γυναικωνίτης καί ἡ Οὐρανία του. Πρόσφατα ὁλοκληρώθηκε ἡ εἰκονογράφηση τοῦ γυναικωνίτη καί προστέθηκαν δύο κλίτη δεξιά καί ἀριστερά τοῦ κεντρικοῦ κλίτους (ὁ Ναός ἦταν μονόκλιτη βασιλική) καί διευρύνθηκε ὁ περιβάλλον χῶρος (2012-13).

Ἡ ἁγιογράφηση βυζαντινῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ καί τό σημαντικότερο ἐργόχειρο τῶν μοναχῶν σήμερα, πέρα ἀπό τή φροντίδα τοῦ κήπου, τοῦ μικροῦ ἐλαιῶνος, τῶν ὀπωροφόρων δένδρων καί τῆς φιλοξενίας τῶν προσκυνητῶν.

Ὥς ἐδῶ παρουσιάστηκε ὅ,τι μπορεῖ νά δεῖ ἤ νά ἀκούσει κανείς. Μένει ἀθέατη στούς πολλούς ἡ μυστική καί σιωπηλή ἐσωτερική ἐργασία τῶν μοναχῶν, παλαιῶν καί συγχρόνων. Ἐργασία καρδιακή, ἐπίπονη, πο­τισμέ­νη μέ ὀδύνη καί δάκρυα. Νυχτερινές καί ἡμερήσιες ὧρες λατρείας. Σκιρτήματα μετανοίας καί χαρμολύπης. Δάκρυα εὐγνωμο­σύ­νης, χαρᾶς ἀλλά καί πόνου. Ἀγωνία γιά τή σωτηρία τή δική τους ἀλλά καί ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀγώνας καί πόθος γιά τή συνάντηση μέ τόν Ἀγαπημένο Νυμφίο τῶν ψυχῶν, ᾯ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.